- υπασπίδιος
- -ον, Α1. καλυμμένος με ασπίδα («ὑπασπίδιον πολεμιστήν», Άσι.)2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπὸ τὴν ἀσπίδα τιθεὶς τοὺς πόδας καὶ οὕτως προβαίνων»3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπασπίδιακάτω από ασπίδα4. φρ. «ὑπασπίδιον κοῑτον ἰαύω» — κοιμάμαι ένοπλος (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἀσπίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.